φάλαινα

φάλαινα
Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του εξαιρετικά μεγάλου κεφαλιού τους. Συνήθως δεν έχουν ραχιαίο πτερύγιο. Οι φ., εξαιτίας των τεράστιων ποσοτήτων λίπους, κρέατος και οστών που έχουν, κυνηγιούνται εντατικά εδώ και έξι αιώνες περίπου. Πρώτοι φαλαινοθήρες (14ος αι.) ήταν οι Βάσκοι, τους ακολούθησαν οι Ολλανδοί και αργότερα άρχισαν οι Νορβηγοί, οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί, όλοι με ολοένα αποτελεσματικότερα μέσα. Έτσι οι φ., που γύρω στα μέσα του 19ου αι. ήταν ακόμα πολλές, κυρίως στον Ειρηνικό και στον Ινδικό ωκεανό, εδώ και μερικές δεκαετίες άρχισαν να γίνονται σπάνιες σε ανησυχητικό βαθμό και γι’ αυτό θεσπίστηκαν, μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, αυστηροί διεθνείς κανόνες σχετικά με το κυνήγι τους, ώστε να μην εξαφανιστούν εντελώς. Τυπική εκπρόσωπος της οικογένειας είναι η βόρεια φ. (bαlαnηα mysticetus), μήκους 18-21 μ. και βάρους μέχρι 100 τόνους· στο στόμα της, μήκους 5-6 μ. και πλάτους πάνω από 3 μ., έχει περίπου 300 κεράτινα ελάσματα ύψους γύρω στα 3,50 μ., ενώ τα στηθαία πτερύγια της έχουν μήκος 2-2,5 μ. και το ουραίο πλάτος 6-8 μ. Το χρώμα της είναι μαύρο και αργότερα γίνεται γκριζωπό. Η φ. αυτή είναι ακόμα αρκετά διαδεδομένη στη Βερίγγειο Θάλασσα και στις ακτές της Γροιλανδίας. Άλλο ενδιαφέρον είδος είναι η μαύρη φ. (eubalaena glacialis), μήκους 16 μ., της οποίας είναι γνωστά μερικά υποείδη, μεταξύ αυτών η φ. του Βισκαϊκού, τυπική του Ατλαντικού και γνωστή από αρκετούς αιώνες. Έως τον 19o αι. η φ. αυτή ήταν διαδεδομένη στον Ατλαντικό, στον Ειρηνικό και στον Ινδικό· σήμερα είναι πολύ σπάνια. Άλλο είδος, αρκετά μικρότερο (όχι μεγαλύτερο από 6 μ.) είναι η νεοφάλαινα ή πυγμαία (neobalaena marginata), που ζει ακόμα στην Παταγονία, στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία. Η φάλαινα, με το εντατικό κυνήγι που της γίνεται, κινδυνεύει να εξαφανιστεί. Στη φωτογραφία, η τελική φάση του κυνηγιού: πριν ανεβάσουν στο πλοίο τη φάλαινα, που έχει ήδη καμακωθεί από ειδικό εκτοξευτήρα καμακιών, τη σκοτώνουν. Η φάλαινα Κέικο, διάσημη από την ταινία «Ελευθερώστε τον Γουίλι» (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η, ΝΜΑ, και φάλλαινα Α- θαλάσσιο κήτος, κοινή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ονομασία τών πιο μεγαλόσωμων θαλάσσιων θηλαστικών τής τάξης κητώδη και ιδιαίτερα αυτών τής υπόταξης μυστακοκητώδη, που είναι τα πιο ογκώδη ζώα τού πλανήτη
νεοελλ.
μτφ. πολύ μεγαλόσωμη και παχύσαρκη γυναίκα
αρχ.
(γενικά) αδηφάγο θηρίο («κἄπειτα τούτοις τοῑς προβάτοισι μούδόκει δημηγορεῑν φάλλαινα πανδοκεύτρια», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάλλ-αινα έχει προέλθει από τον τ. φαλλός (πιθ. λόγω τού σχήματος τού ζώου) και έχει πιθ. σχηματιστεί με την κατάλ. -αινα, που απαντά σε ον. θηλυκών ζώων, μέσω ενός τ. *φάλλ-ων (πρβλ. δράκ-αινα: δράκων, λέαινα: λέων). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, αρχικός είναι ο τ. φάλλη (< φαλλός με αλλαγή γένους), ο οποίος στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. με την κατάλ. -αινα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λ. φάλλαινα δεν μπορεί να συνδεθεί ετυμολογικώς με τ. άλλων γλωσσών που χρησιμοποιούνται για το ζώο αυτό (πρβλ. αγγλ. whale, γαλλ. baleine). Εξάλλου, και το λατ. ballaena, παρά τη σχετική ομοιότητά του, δεν αποτελεί δάνειο από την Ελληνική. Ορθή γρφ. τής λ. είναι ο τ. φάλλαινα, απαντά, όμως, σε κώδικες και η απλούστερη γρφ. φάλαινα, η οποία και έχει επικρατήσει στη Νέα Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φάλαινα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαινα — η 1. θαλάσσιο κήτος, θηλαστικό, το μεγαλύτερο από τα σύγχρονα ζώα (μήκος 30 μ., βάρος 150 τόνοι), που ζει σε κοπάδια. 2. μτφ., γυναίκα μεγαλόσωμη, παχύσαρκη και δυσκίνητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλαίνας — φαλαίνᾱς , φάλαινα fem acc pl φαλαίνᾱς , φάλαινα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαινῶν — φάλαινα fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίναις — φάλαινα fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίνης — φάλαινα fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλαίνῃ — φάλαινα fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαιναι — φάλαινα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαιναν — φάλαινα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλλαινα — (I) ἡ, Α βλ. φάλαινα. (II) ἡ, Α είδος λεπιδόπτερου εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”